- προαπηλλαχότες
- προαπηλλαχότες , πρό-ἀπαλλάσσωset freeperf part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαπαλλάσσω — αττ. τ. προαπαλλάττω Α 1. απαλλάσσω εκ τών προτέρων 2. χάνω κάποια ιδιότητα («ὁ σφυγμὸς προαπαλλάσσει τὴν σφοδρότητα», Μαρκελλίν. Ιατρ.) 3. αναχωρώ πρωτύτερα («οἱ Αιτωλοὶ πάντες προαπηλλαχότες ἦσαν εἰς τὴν οἰκείαν», Διόδ.) 4. φρ. «προαπαλλάσσω… … Dictionary of Greek